- ουτιδανός
- -ή, -ό (ΑΜ οὐτιδανός, -ή, -όν)ανάξιος λόγου, μηδαμινός, τιποτένιος («ἧ γάρ κεν δειλός τε καὶ οὐτιδανὸς καλεοίμην», Ομ. Ιλ.)αρχ.αυτός που αδιαφορεί, που περιφρονεί («γᾱς δόσις οὐτιδανοῑς ἐν ῥοθίοις φορεῑται» — τα προϊόντα τής γης παρασύρονται από τα κύματα, δηλ. από τους εχθρούς που αδιαφορούν για τα πάντα, Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < οὔτις, πιθ. κατά τα παράγωγα τού τύπου ἠπεδανός, πευκεδανός ή από αμάρτυρο τ. *οὔ-τιδ (πρβλ. λατ. quid)].
Dictionary of Greek. 2013.